σκυλεύειν

σκυλεύειν
σκῡλεύειν , σκυλεύω
strip
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκυλεύω — ΝΑ [σκῡλον] 1. απογυμνώνω νεκρό στρατιώτη και παίρνω τα όπλα του (α. «συνόδευαν τη μονάδα και σκύλευαν τους σκοτωμένους» β. «σκυλεύσας τοὺς Ἀργείους νεκροὺς καὶ προσφορήσας τὰ ὅπλα πρὸς τὸ ἑωυτοῡ στρατόπεδον», Ηρόδ.) 2. διαρπάζω, λαφυραγωγώ (α.… …   Dictionary of Greek

  • σκυλλανίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πολεμική ἴσως ἀπὸ τοῡ σκυλεύειν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”